- αναληπτήρ
- ἀναληπτήρ (-ήρος), ο (Α) [ἀναλαμβάνω]1. κουβάς για την άντληση τού νερού από πηγάδι ή δεξαμενή2. κούπα, κύπελλο ή λεκάνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναληπτῆρας — ἀναληπτήρ bucket masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek